μάσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μάσα οι μάσες
      γενική της μάσας των μασών
    αιτιατική τη μάσα τις μάσες
     κλητική μάσα μάσες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μάσα < μασώ

Ουσιαστικό

μάσα θηλυκό

  1. (λαϊκότροπο) το φαγητό, το φαΐ
  2. (λαϊκότροπο) το κέρδος από κάποια δουλειά, συνήθως παράνομη

Εκφράσεις

  • ρίχνω μάσες
  • πέφτει μάσα

Μεταφράσεις

Ρηματικός τύπος

μάσα

  1. β΄ ενικό πρόσωπο της προστακτικής του ενεστώτα του ρήματος μασάω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.