μάρσιππος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μάρσιππος οἱ μάρσιπποι
      γενική τοῦ μαρσίππου τῶν μαρσίππων
      δοτική τῷ μαρσίππ τοῖς μαρσίπποις
    αιτιατική τὸν μάρσιππον τοὺς μαρσίππους
     κλητική ! μάρσιππε μάρσιπποι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μαρσίππω
γεν-δοτ τοῖν  μαρσίπποιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μάρσιππος < άγνωστης ετυμολογίας. Η αρχαία γραφή με δύο πι, (παρετυμολογία) προς το ἵππος. [1]

Ουσιαστικό

μάρσιππος, -ου αρσενικό

Παράγωγα

  • μαρσίππιον
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Αναφορές

  1. μάρσιπος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.