μάρσιπος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μάρσιπος | οι | μάρσιποι |
| γενική | του | μάρσιπου & μαρσίπου |
των | μάρσιπων & μαρσίπων |
| αιτιατική | τον | μάρσιπο | τους | μάρσιπους & μαρσίπους |
| κλητική | μάρσιπε | μάρσιποι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

μικρό καγουρό σε μάρσιπο

μωρό σε μάρσιπο
Ετυμολογία
- μάρσιπος < αρχαία ελληνική μάρσιππος
Ουσιαστικό
μάρσιπος αρσενικό
- (ζωολογία) μικρός θύλακας ο οποίος βρίσκεται στο σώμα μερικών θηλαστικών και τον χρησιμοποιούν για να τοποθετούν τα μικρά τους ώστε να τα μεταφέρουν με ευκολία
- σάκος που κρεμιέται στην πλάτη ή το στήθος και χρησιμοποιείται από τους ανθρώπους για τη μεταφορά των μωρών
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.