μάρανση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μάρανση οι μαράνσεις
      γενική της μάρανσης* των μαράνσεων
    αιτιατική τη μάρανση τις μαράνσεις
     κλητική μάρανση μαράνσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μαράνσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μάρανση < καθαρεύουσα μάραν(σις) + -ση < αρχαία ελληνική μάρανσις[1] Δείτε μαραίνω

Ουσιαστικό

μάρανση θηλυκό

  1. το αποτέλεσμα του μαραίνω αλλά και η διαδικασία, ο μαρασμός, η παρακμή
  2. στάδιο που υπολογίζουν οι γεωπόνοι και όσοι ασχολούνται με τη άρδευση
    σημείο μάρανσης
    βακτηριακή μάρανση ή αδροβακτηρίωση, ασθένεια κυρίως της τομάτας
    προσωρινή μάρανση των φυτών, μόνιμη μάρανση

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.