μάντρωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μάντρωμα τα μαντρώματα
      γενική του μαντρώματος των μαντρωμάτων
    αιτιατική το μάντρωμα τα μαντρώματα
     κλητική μάντρωμα μαντρώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μάντρωμα < μαντρώ(νω) + -μα

Ουσιαστικό

μάντρωμα ουδέτερο

  1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μαντρώνω, το κλείσιμο ενός χώρου με περίφραξη, μέ μάνδρα
    Πρέπει να βάλουμε μπρος το μάντρωμα προτού μας βρει ο χειμώνας
  2. το μάντρισμα, ο περιορισμός ζώων στο μαντρί
  3. ο περιορισμός ανθρώπων
    Στα παιδιά δεν αρέσει το μάντρωμα, αλλά οι γονείς καμιά φορά...

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.