μάντρισμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μάντρισμα | τα | μαντρίσματα |
| γενική | του | μαντρίσματος | των | μαντρισμάτων |
| αιτιατική | το | μάντρισμα | τα | μαντρίσματα |
| κλητική | μάντρισμα | μαντρίσματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
μάντρισμα ουδέτερο (πιο δόκιμο στον ενικό)
- περιορίζω ζώα στο μαντρί
- περιορίζω ανθρώπους (ανήλικα παιδιά, κομματικά στελέχη που θέλουν να αυτονομηθούν κ.λπ.)
Μεταφράσεις
μάντρισμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.