μάντρισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μάντρισμα τα μαντρίσματα
      γενική του μαντρίσματος των μαντρισμάτων
    αιτιατική το μάντρισμα τα μαντρίσματα
     κλητική μάντρισμα μαντρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μάντρισμα < μαντρίζω < μαντρί + -ίζω

Ουσιαστικό

μάντρισμα ουδέτερο (πιο δόκιμο στον ενικό)

  1. περιορίζω ζώα στο μαντρί
  2. περιορίζω ανθρώπους (ανήλικα παιδιά, κομματικά στελέχη που θέλουν να αυτονομηθούν κ.λπ.)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.