μάγευση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μάγευση | οι | μαγεύσεις |
| γενική | της | μάγευσης* | των | μαγεύσεων |
| αιτιατική | τη | μάγευση | τις | μαγεύσεις |
| κλητική | μάγευση | μαγεύσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, μαγεύσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
μάγευση θηλυκό
- (σπάνιο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του μαγεύω
- ※ Όταν το διάβασα, ένιωσα επιφώτιση! Έχεις έναν φτωχό άνθρωπο και με κάτι εξισώσεις, κάτι σημαδάκια στο χαρτί (σχεδόν άμπρα–κατάμπρα δηλαδή) καταφέρνεις αυτός να πάει στο σπίτι του δύο ώρες νωρίτερα! Αυτή η σύζευξη μαθηματικών με την ανθρώπινη ευτυχία και δικαιοσύνη ήταν μια αποκάλυψη, μια μάγευση των μαθηματικών μέσω της τεχνολογίας. Έτσι έπαυσα να σκέφτομαι αν θα γίνω αρχαιολόγος ή φιλόλογος και άρχισα να λέω ότι θα γίνω μαθηματικός ή μηχανικός. (εφ. Το Βήμα, 31.12.2019)
Σύνθετα
- απομάγευση
- επαναμάγευση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.