λυκάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λυκάκι τα λυκάκια
      γενική
    αιτιατική το λυκάκι τα λυκάκια
     κλητική λυκάκι λυκάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λυκάκι < λύκος + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Προφορά

ΔΦΑ : /liˈka.ci/

Ουσιαστικό

λυκάκι ουδέτερο

  1. (θηλαστικό ζώο) υποκοριστικό του λύκος
  2. το μικρό του λύκου

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.