λουθηρανικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | λουθηρανικός | η | λουθηρανική | το | λουθηρανικό |
| γενική | του | λουθηρανικού | της | λουθηρανικής | του | λουθηρανικού |
| αιτιατική | τον | λουθηρανικό | τη | λουθηρανική | το | λουθηρανικό |
| κλητική | λουθηρανικέ | λουθηρανική | λουθηρανικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | λουθηρανικοί | οι | λουθηρανικές | τα | λουθηρανικά |
| γενική | των | λουθηρανικών | των | λουθηρανικών | των | λουθηρανικών |
| αιτιατική | τους | λουθηρανικούς | τις | λουθηρανικές | τα | λουθηρανικά |
| κλητική | λουθηρανικοί | λουθηρανικές | λουθηρανικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- λουθηρανικός < λουθηρανός + -ικός
Μεταφράσεις
λουθηρανικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.