λουθηρανισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | λουθηρανισμός | οι | λουθηρανισμοί |
| γενική | του | λουθηρανισμού | των | λουθηρανισμών |
| αιτιατική | τον | λουθηρανισμό | τους | λουθηρανισμούς |
| κλητική | λουθηρανισμέ | λουθηρανισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
λουθηρανισμός αρσενικό
- (θρησκεία) μεταρρυθμιστικό προτεσταντικό θεολογικό κίνημα που ξεκίνησε από τον Λούθηρο τον 16ο αιώνα
Υπερώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.