λουθηρανισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λουθηρανισμός οι λουθηρανισμοί
      γενική του λουθηρανισμού των λουθηρανισμών
    αιτιατική τον λουθηρανισμό τους λουθηρανισμούς
     κλητική λουθηρανισμέ λουθηρανισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λουθηρανισμός < γαλλική luthéranisme < luthéran < Luthère < γερμανική Luther (Λούθηρος)

Ουσιαστικό

λουθηρανισμός αρσενικό

Υπερώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.