λοιπά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

λοιπά < λοιπός

Επίρρημα

λοιπά

  1. παραλειπόμενα
  2. αυτά που απομένουν, τα υπόλοιπα, υπολειπόμενα

Εκφράσεις

  • και τα λοιπά (συντομογραφία: κ.τ.λ.): και ό,τι άλλο παραλείφθηκε ή δεν αναφέρθηκε ή είναι αντίστοιχο με τα προηγούμενα
  • και λοιπά (συντομογραφία: κ.λπ.)

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

λοιπά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.