λογοπαίκτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λογοπαίκτης οι λογοπαίκτες
      γενική του λογοπαίκτη των λογοπαικτών
    αιτιατική τον λογοπαίκτη τους λογοπαίκτες
     κλητική λογοπαίκτη λογοπαίκτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λογοπαίκτης < λογοπαίγνιο + παίκτης

Ουσιαστικό

λογοπαίκτης αρσενικό (θηλυκό λογοπαίκτρια)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.