απολιχνίδι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το απολιχνίδι τα απολιχνίδια
      γενική του απολιχνιδιού των απολιχνιδιών
    αιτιατική το απολιχνίδι τα απολιχνίδια
     κλητική απολιχνίδι απολιχνίδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

απολιχνίδι < απολιχνίζω + -ίδι

Ουσιαστικό

απολιχνίδι ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.