λικνίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

λικνίζω, λόγια λέξη για να περιγραφεί μία κίνηση παρόμοια με αυτήν της κούνιας του μωρού < (ελληνιστική κοινή) λικνίζω (λιχνίζω) < αρχαία ελληνική λίκνον

Ρήμα

λικνίζω

  1. κουνάω ελαφρά κάτι πέρα δώθε
    Ανέβηκε στην πίστα και άρχισε να λικνίζει ρυθμικά το κορμί της.
  2. (μεταφορικά)
    να μου λικνίζεις την αιώνια θλίψη μου, καράβι (Κ. καρυωτάκης, Τελευταίο ταξίδι)


Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.