λιπαντικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | λιπαντικός | η | λιπαντική | το | λιπαντικό |
| γενική | του | λιπαντικού | της | λιπαντικής | του | λιπαντικού |
| αιτιατική | τον | λιπαντικό | τη | λιπαντική | το | λιπαντικό |
| κλητική | λιπαντικέ | λιπαντική | λιπαντικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | λιπαντικοί | οι | λιπαντικές | τα | λιπαντικά |
| γενική | των | λιπαντικών | των | λιπαντικών | των | λιπαντικών |
| αιτιατική | τους | λιπαντικούς | τις | λιπαντικές | τα | λιπαντικά |
| κλητική | λιπαντικοί | λιπαντικές | λιπαντικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη λιπαίνω
Μεταφράσεις
λιπαντικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.