λιονταρόψυχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λιονταρόψυχος η λιονταρόψυχη το λιονταρόψυχο
      γενική του λιονταρόψυχου της λιονταρόψυχης του λιονταρόψυχου
    αιτιατική τον λιονταρόψυχο τη λιονταρόψυχη το λιονταρόψυχο
     κλητική λιονταρόψυχε λιονταρόψυχη λιονταρόψυχο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λιονταρόψυχοι οι λιονταρόψυχες τα λιονταρόψυχα
      γενική των λιονταρόψυχων των λιονταρόψυχων των λιονταρόψυχων
    αιτιατική τους λιονταρόψυχους τις λιονταρόψυχες τα λιονταρόψυχα
     κλητική λιονταρόψυχοι λιονταρόψυχες λιονταρόψυχα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

λιονταρόψυχος < λιοντάρ(ι) + -ό- + -ψυχος

Προφορά

ΔΦΑ : /ʎon.daˈɾo.psi.xos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λιονταρόψυχος

Επίθετο

λιονταρόψυχος, -η, -ο

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.