λιομάζωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λιομάζωμα τα λιομαζώματα
      γενική του λιομαζώματος των λιομαζωμάτων
    αιτιατική το λιομάζωμα τα λιομαζώματα
     κλητική λιομάζωμα λιομαζώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λιομάζωμα < λιο- (< ελιά) + μάζωμα

Προφορά

ΔΦΑ : /ʎoˈma.zo.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λιομάζωμα

Ουσιαστικό

λιομάζωμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.