ελαιοσυγκομιδή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ελαιοσυγκομιδή οι ελαιοσυγκομιδές
      γενική της ελαιοσυγκομιδής των ελαιοσυγκομιδών
    αιτιατική την ελαιοσυγκομιδή τις ελαιοσυγκομιδές
     κλητική ελαιοσυγκομιδή ελαιοσυγκομιδές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ελαιοσυγκομιδή < ελαιο- + συγκομιδή

Ουσιαστικό

ελαιοσυγκομιδή θηλυκό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.