λιμνολογία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λιμνολογία οι λιμνολογίες
      γενική της λιμνολογίας των λιμνολογιών
    αιτιατική τη λιμνολογία τις λιμνολογίες
     κλητική λιμνολογία λιμνολογίες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λιμνολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική limnology, λίμν(η) + -ο- + -λογία

Ουσιαστικό

λιμνολογία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.