λιμνογράφος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | λιμνογράφος | οι | λιμνογράφοι |
| γενική | του | λιμνογράφου | των | λιμνογράφων |
| αιτιατική | τον | λιμνογράφο | τους | λιμνογράφους |
| κλητική | λιμνογράφε | λιμνογράφοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
λιμνογράφος αρσενικό
- όργανο καταγραφής του επιπέδου του νερού μιας λίμνης, ενός ποταμού, κ.α.
Μεταφράσεις
λιμνογράφος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.