λιμαδόρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λιμαδόρος οι λιμαδόροι
      γενική του λιμαδόρου των λιμαδόρων
    αιτιατική τον λιμαδόρο τους λιμαδόρους
     κλητική λιμαδόρε λιμαδόροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λιμαδόρος < λίμ(α) + -αδόρος

Ουσιαστικό

λιμαδόρος αρσενικό (θηλυκό λιμαδόρα)

  1. (κυριολεκτικά) που χρησιμοποιεί λίμα για να λειαίνει επιφάνειες
  2. (μεταφορικά, λαϊκότροπο, προφορικό) πολυλογάς, φλύαρος

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη λίμα (1)

Πηγές

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.