λιμαδόρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | λιμαδόρος | οι | λιμαδόροι |
| γενική | του | λιμαδόρου | των | λιμαδόρων |
| αιτιατική | τον | λιμαδόρο | τους | λιμαδόρους |
| κλητική | λιμαδόρε | λιμαδόροι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
λιμαδόρος αρσενικό (θηλυκό λιμαδόρα)
- (κυριολεκτικά) που χρησιμοποιεί λίμα για να λειαίνει επιφάνειες
- (μεταφορικά, λαϊκότροπο, προφορικό) πολυλογάς, φλύαρος
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη λίμα (1)
Πηγές
- λιμαδόρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- λιμαδόρος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.