λιθουανικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | λιθουανικός | η | λιθουανική | το | λιθουανικό |
| γενική | του | λιθουανικού | της | λιθουανικής | του | λιθουανικού |
| αιτιατική | τον | λιθουανικό | τη | λιθουανική | το | λιθουανικό |
| κλητική | λιθουανικέ | λιθουανική | λιθουανικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | λιθουανικοί | οι | λιθουανικές | τα | λιθουανικά |
| γενική | των | λιθουανικών | των | λιθουανικών | των | λιθουανικών |
| αιτιατική | τους | λιθουανικούς | τις | λιθουανικές | τα | λιθουανικά |
| κλητική | λιθουανικοί | λιθουανικές | λιθουανικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- λιθουανικός < Λιθουανός
Επίθετο
λιθουανικός, -ή, -ό
- που προέρχεται από τη Λιθουανία ή ανήκει ή αναφέρεται στη χώρα αυτή και το λαό της
Συγγενικά
Μεταφράσεις
λιθουανικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.