λιβανιστήρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λιβανιστήρι τα λιβανιστήρια
      γενική του λιβανιστηριού των λιβανιστηριών
    αιτιατική το λιβανιστήρι τα λιβανιστήρια
     κλητική λιβανιστήρι λιβανιστήρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λιβανιστήρα < λιβανίζω + -τήρα

Ουσιαστικό

λιβανιστήρα ουδέτερο

  1. θυμιατό όπου καίγεται το λιβάνι
  2. λιβάνισμα
  3. θηλυκή μορφή του λιβανιστηριού

Συνώνυμα

λιβανιστήρι

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.