λευκωματοειδής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λευκωματοειδής η λευκωματοειδής το λευκωματοειδές
      γενική του λευκωματοειδούς* της λευκωματοειδούς του λευκωματοειδούς
    αιτιατική τον λευκωματοειδή τη λευκωματοειδή το λευκωματοειδές
     κλητική λευκωματοειδή(ς) λευκωματοειδής λευκωματοειδές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λευκωματοειδείς οι λευκωματοειδείς τα λευκωματοειδή
      γενική των λευκωματοειδών των λευκωματοειδών των λευκωματοειδών
    αιτιατική τους λευκωματοειδείς τις λευκωματοειδείς τα λευκωματοειδή
     κλητική λευκωματοειδείς λευκωματοειδείς λευκωματοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

λευκωματοειδής < λεύκωμα + -ο- + -ειδής

Επίθετο

λευκωματοειδής

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.