λερναίος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λερναίος η λερναία το λερναίο
      γενική του λερναίου της λερναίας του λερναίου
    αιτιατική τον λερναίο τη λερναία το λερναίο
     κλητική λερναίε λερναία λερναίο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λερναίοι οι λερναίες τα λερναία
      γενική των λερναίων των λερναίων των λερναίων
    αιτιατική τους λερναίους τις λερναίες τα λερναία
     κλητική λερναίοι λερναίες λερναία
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

λερναίος < αρχαία ελληνική Λερναῖος

Επίθετο

λερναίος

  • που σχετίζεται με την περιοχή της Λέρνας στην Αργολίδα
Λερναία Ύδρα: το μυθολογικό τέρας που σκότωσε ο Ηρακλής

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.