λεπτουργικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | λεπτουργικός | η | λεπτουργική | το | λεπτουργικό |
| γενική | του | λεπτουργικού | της | λεπτουργικής | του | λεπτουργικού |
| αιτιατική | τον | λεπτουργικό | τη | λεπτουργική | το | λεπτουργικό |
| κλητική | λεπτουργικέ | λεπτουργική | λεπτουργικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | λεπτουργικοί | οι | λεπτουργικές | τα | λεπτουργικά |
| γενική | των | λεπτουργικών | των | λεπτουργικών | των | λεπτουργικών |
| αιτιατική | τους | λεπτουργικούς | τις | λεπτουργικές | τα | λεπτουργικά |
| κλητική | λεπτουργικοί | λεπτουργικές | λεπτουργικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- λεπτουργικός < λεπτουργία / λεπτουργός + -ικός
Επίθετο
λεπτουργικός
- (λόγιο) που έχει σχέση με τη λεπτουργία ή τον λεπτουργό ή αναφέρεται σ’ αυτά
- που έχει κατασκευαστεί ή τον έχουν επεξεργαστεί με λεπτουργία
- (ουσιαστικοποιημένο) λεπτουργική
Μεταφράσεις
λεπτουργικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.