λεξικογραφήσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
λεξικογραφήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος λεξικογραφώ
- θα λεξικογραφήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος λεξικογραφώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
λεξικογραφήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του λεξικογράφηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.