λεμφοφόρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | λεμφοφόρος | η | λεμφοφόρα | το | λεμφοφόρο |
| γενική | του | λεμφοφόρου | της | λεμφοφόρας | του | λεμφοφόρου |
| αιτιατική | τον | λεμφοφόρο | τη | λεμφοφόρα | το | λεμφοφόρο |
| κλητική | λεμφοφόρε | λεμφοφόρα | λεμφοφόρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | λεμφοφόροι | οι | λεμφοφόρες | τα | λεμφοφόρα |
| γενική | των | λεμφοφόρων | των | λεμφοφόρων | των | λεμφοφόρων |
| αιτιατική | τους | λεμφοφόρους | τις | λεμφοφόρες | τα | λεμφοφόρα |
| κλητική | λεμφοφόροι | λεμφοφόρες | λεμφοφόρα | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
λεμφοφόρος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.