λεμφοκυτταρικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | λεμφοκυτταρικός | η | λεμφοκυτταρική | το | λεμφοκυτταρικό |
| γενική | του | λεμφοκυτταρικού | της | λεμφοκυτταρικής | του | λεμφοκυτταρικού |
| αιτιατική | τον | λεμφοκυτταρικό | τη | λεμφοκυτταρική | το | λεμφοκυτταρικό |
| κλητική | λεμφοκυτταρικέ | λεμφοκυτταρική | λεμφοκυτταρικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | λεμφοκυτταρικοί | οι | λεμφοκυτταρικές | τα | λεμφοκυτταρικά |
| γενική | των | λεμφοκυτταρικών | των | λεμφοκυτταρικών | των | λεμφοκυτταρικών |
| αιτιατική | τους | λεμφοκυτταρικούς | τις | λεμφοκυτταρικές | τα | λεμφοκυτταρικά |
| κλητική | λεμφοκυτταρικοί | λεμφοκυτταρικές | λεμφοκυτταρικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- λεμφοκυτταρικός < λεμφοκύτταρο
Επίθετο
λεμφοκυτταρικός
- (ιατρική) αυτός που σχετίζεται με τα λεμφοκύτταρα
- λεμφοκυτταρική λευχαιμία
- λεμφοκυτταρική πνευμονία
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη λεμφοκύτταρο
Μεταφράσεις
λεμφοκυτταρικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.