λειχηνικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λειχηνικός η λειχηνική το λειχηνικό
      γενική του λειχηνικού της λειχηνικής του λειχηνικού
    αιτιατική τον λειχηνικό τη λειχηνική το λειχηνικό
     κλητική λειχηνικέ λειχηνική λειχηνικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λειχηνικοί οι λειχηνικές τα λειχηνικά
      γενική των λειχηνικών των λειχηνικών των λειχηνικών
    αιτιατική τους λειχηνικούς τις λειχηνικές τα λειχηνικά
     κλητική λειχηνικοί λειχηνικές λειχηνικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

λειχηνικός < λειχήνα + -ικός < αρχαία ελληνική λειχήν

Επίθετο

λειχηνικός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.