λεγεών

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική λεγεών αἱ λεγεῶνες
      γενική τῆς λεγεῶνος τῶν λεγεώνων
      δοτική τῇ λεγεῶν ταῖς λεγεῶσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν λεγεῶν τὰς λεγεῶνᾰς
     κλητική ! λεγεών λεγεῶνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λεγεῶνε
γεν-δοτ τοῖν  λεγεώνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'χειμών' όπως «χειμών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λεγεών < (άμεσο δάνειο) λατινική legio, γενική ōnis

Ουσιαστικό

λεγεών, -ῶνος θηλυκό

  • (ελληνιστική κοινή , στρατιωτικός όρος) λεγεώνα
    ἕκαστον δὲ σύνταγμα πεζῶν τρισχιλίων ἦν καὶ τριακοσίων ἱππέων. ἐκλήθη δὲ λεγεὼν τῷ λογάδας εἶναι τοὺς μαχίμους ἐκ πάντων. ( Πλούταρχος, Ρωμύλος, 13, 1, 4)

  • λεγιών

Παράγωγα

  • λεγιονάριος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.