λεγενόμπρικο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | λεγενόμπρικο | τα | λεγενόμπρικα |
| γενική | του | λεγενόμπρικου | των | λεγενόμπρικων |
| αιτιατική | το | λεγενόμπρικο | τα | λεγενόμπρικα |
| κλητική | λεγενόμπρικο | λεγενόμπρικα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Λεγενόμπρικο του 1870.
Ετυμολογία
- λεγενόμπρικο < λεγέν(ι) + -ό- + μπρίκ(ι) + -ο < οθωμανική τουρκική προέλευση και για τις δύο λέξεις
Προφορά
- ΔΦΑ : /le.ʝeˈno.bɾi.ko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λε‐γε‐νό‐μπρι‐κο
Ουσιαστικό
λεγενόμπρικο ουδέτερο
- κανάτα μαζί με λεκάνη για νίψιμο με νερό
- ≈ συνώνυμα: μπρικολέγενο, λεκανοΐμπρικο
- άλλες μορφές: λεγενόμπρικον (παρωχημένο)
Μεταφράσεις
λεγενόμπρικο
|
|
Πηγές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- Κουκουλές, Φαίδων. Βυζαντινών βίος και πολιτισμός - Τόμος 5: Γεύματα, δείπνα και συμπόσια των Βυζαντινών. σελ.143-144
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.