μπρικολέγενο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μπρικολέγενο | τα | μπρικολέγενα |
| γενική | του | μπρικολέγενου | των | μπρικολέγενων |
| αιτιατική | το | μπρικολέγενο | τα | μπρικολέγενα |
| κλητική | μπρικολέγενο | μπρικολέγενα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μπρικολέγενο < μπρίκ(ι) + -ο- + λεγέν(ι) + -ο < οθωμανική τουρκική προέλευση και για τις δύο λέξεις
Προφορά
- ΔΦΑ : /bɾi.koˈle.ʝe.no./
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπρι‐κο‐λέ‐γε‐νο
Μεταφράσεις
μπρικολέγενο
|
Πηγές
- Κουκουλές, Φαίδων. Βυζαντινών βίος και πολιτισμός - Τόμος 5: Γεύματα, δείπνα και συμπόσια των Βυζαντινών. σελ.143-144
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.