λεκανοΐμπρικο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | λεκανοΐμπρικο | τα | λεκανοΐμπρικα |
| γενική | του | λεκανοΐμπρικου | των | λεκανοΐμπρικων |
| αιτιατική | το | λεκανοΐμπρικο | τα | λεκανοΐμπρικα |
| κλητική | λεκανοΐμπρικο | λεκανοΐμπρικα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /le.ka.noˈi.bɾi.ko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λε‐κα‐νο‐ΐ‐μπρι‐κο
Μεταφράσεις
λεκανοΐμπρικο
|
Πηγές
- Κουκουλές, Φαίδων. Βυζαντινών βίος και πολιτισμός - Τόμος 5: Γεύματα, δείπνα και συμπόσια των Βυζαντινών. σελ.143-144
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.