λεγάμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | λεγάμενος | η | λεγάμενη | το | λεγάμενο |
| γενική | του | λεγάμενου | της | λεγάμενης | του | λεγάμενου |
| αιτιατική | τον | λεγάμενο | τη | λεγάμενη | το | λεγάμενο |
| κλητική | λεγάμενε | λεγάμενη | λεγάμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | λεγάμενοι | οι | λεγάμενες | τα | λεγάμενα |
| γενική | των | λεγάμενων | των | λεγάμενων | των | λεγάμενων |
| αιτιατική | τους | λεγάμενους | τις | λεγάμενες | τα | λεγάμενα |
| κλητική | λεγάμενοι | λεγάμενες | λεγάμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- λεγάμενος < από τον παθητικό παρακείμενο του ρήματος λέγω.
Μετοχή
λεγάμενος, -η, -ο
- ελαφρώς υποτιμητική αναφορά σε κάποιο πρόσωπο του οποίου το όνομα δεν αναφέρουμε
- αυτός με τον οποίο έχει ερωτική σχέση κάποια
- Και δε μας είπες, ρε παιδί μου, τι γίνεται με τον λεγάμενο;
Μεταφράσεις
λεγάμενος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.