λεβαντίνος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λεβαντίνος οι λεβαντίνοι
      γενική του λεβαντίνου των λεβαντίνων
    αιτιατική τον λεβαντίνο τους λεβαντίνους
     κλητική λεβαντίνε λεβαντίνοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λεβαντίνος < (άμεσο δάνειο) ιταλική levantino (αναλοτικός) +

Ουσιαστικό

λεβαντίνος αρσενικό (θηλυκό λεβαντίνα)

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.