λεβαντίνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | λεβαντίνα | οι | λεβαντίνες |
| γενική | της | λεβαντίνας | των | λεβαντίνων |
| αιτιατική | τη | λεβαντίνα | τις | λεβαντίνες |
| κλητική | λεβαντίνα | λεβαντίνες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λεβαντίνα < θηλυκό του λεβαντίνος
Μεταφράσεις
λεβαντίνα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.