λαψάνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | λαψάνη | οι | λαψάνες |
| γενική | της | λαψάνης | των | λαψανών |
| αιτιατική | τη | λαψάνη | τις | λαψάνες |
| κλητική | λαψάνη | λαψάνες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λαψάνη (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική λαψάνη
Πηγές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | λαψάνη | αἱ | ...?...αι | ||||
| γενική | τῆς | λαψάνης | τῶν | λαψανῶν | ||||
| δοτική | τῇ | λαψάνῃ | ταῖς | λαψάναις | ||||
| αιτιατική | τὴν | λαψάνην | τὰς | λαψάνᾱς | ||||
| κλητική ὦ! | λαψάνη | ...?...αι | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | λαψάνᾱ | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | λαψάναιν | ||||||
| Δεν υπάρχουν πληροφορίες για την προσωδία του δίχρονου φωνήεντος στην παραλήγουσα. Δεν γνωρίζουμε πώς τονίζεται η ονομαστική πληθυντικού. | ||||||||
| 1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- λαψάνη → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
λαψάνη θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- (φυτό) η λαψάνα, το σινάπι (Brassica arvensis → δείτε arvensis)
Πηγές
- λαψάνη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.