λατόμευση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λατόμευση οι λατομεύσεις
      γενική της λατόμευσης* των λατομεύσεων
    αιτιατική τη λατόμευση τις λατομεύσεις
     κλητική λατόμευση λατομεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, λατομεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λατόμευση < (ελληνιστική κοινή) λατομεύω + -ση < λατόμος < αρχαία ελληνική λᾶας + τέμνω

Προφορά

ΔΦΑ : /laˈto.mef.si/

Ουσιαστικό

λατόμευση θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.