λατρευτικότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λατρευτικότητα οι λατρευτικότητες
      γενική της λατρευτικότητας των λατρευτικοτήτων
    αιτιατική τη λατρευτικότητα τις λατρευτικότητες
     κλητική λατρευτικότητα λατρευτικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λατρευτικότητα < λατρευτικός + -ότητα < λατρεύω

Ουσιαστικό

λατρευτικότητα θηλυκό

  1. η λατρεία
  2. η ιδιότητα του λατρευτικού

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.