λαρυγγολογία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | λαρυγγολογία | οι | λαρυγγολογίες |
| γενική | της | λαρυγγολογίας | των | λαρυγγολογιών |
| αιτιατική | τη | λαρυγγολογία | τις | λαρυγγολογίες |
| κλητική | λαρυγγολογία | λαρυγγολογίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- λαρυγγολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική laryngologie· λάρυγξ - λάρυγγος + -λογία
Ουσιαστικό
λαρυγγολογία θηλυκό
- ο κλάδος της ιατρικής που ασχολείται με το λάρυγγα και τις παθήσεις του
Μεταφράσεις
λαρυγγολογία
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.