λαπωνικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | λαπωνικός | η | λαπωνική | το | λαπωνικό |
| γενική | του | λαπωνικού | της | λαπωνικής | του | λαπωνικού |
| αιτιατική | τον | λαπωνικό | τη | λαπωνική | το | λαπωνικό |
| κλητική | λαπωνικέ | λαπωνική | λαπωνικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | λαπωνικοί | οι | λαπωνικές | τα | λαπωνικά |
| γενική | των | λαπωνικών | των | λαπωνικών | των | λαπωνικών |
| αιτιατική | τους | λαπωνικούς | τις | λαπωνικές | τα | λαπωνικά |
| κλητική | λαπωνικοί | λαπωνικές | λαπωνικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
λαπωνικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.