τιτιβίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τιτιβίζω < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή τιττυβίζω με ορθογραφική απλοποίηση / τιτίζω < (ηχομιμητική λέξη) [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ti.tiˈvi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τιτιβίζω

Ρήμα

τιτιβίζω

  1. (για πουλιά) εκφέρω έναν σύντομο και χαρακτηριστικό ήχο
  2. (για ανθρώπους) εκφέρω φωνούλες σαν να ακούγεται τιτίβισμα
  3. (νεολογισμός) γράφω στο μέσο κοινωνικής δικτύωσης Twitter
     συνώνυμα: τουιτάρω

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.