τιτιβίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τιτιβίζω < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή τιττυβίζω με ορθογραφική απλοποίηση / τιτίζω < (ηχομιμητική λέξη) [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ti.tiˈvi.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τι‐τι‐βί‐ζω
Ρήμα
τιτιβίζω
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | τιτιβίζω | τιτίβιζα | θα τιτιβίζω | να τιτιβίζω | τιτιβίζοντας | |
| β' ενικ. | τιτιβίζεις | τιτίβιζες | θα τιτιβίζεις | να τιτιβίζεις | τιτίβιζε | |
| γ' ενικ. | τιτιβίζει | τιτίβιζε | θα τιτιβίζει | να τιτιβίζει | ||
| α' πληθ. | τιτιβίζουμε | τιτιβίζαμε | θα τιτιβίζουμε | να τιτιβίζουμε | ||
| β' πληθ. | τιτιβίζετε | τιτιβίζατε | θα τιτιβίζετε | να τιτιβίζετε | τιτιβίζετε | |
| γ' πληθ. | τιτιβίζουν(ε) | τιτίβιζαν τιτιβίζαν(ε) |
θα τιτιβίζουν(ε) | να τιτιβίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | τιτίβισα | θα τιτιβίσω | να τιτιβίσω | τιτιβίσει | ||
| β' ενικ. | τιτίβισες | θα τιτιβίσεις | να τιτιβίσεις | τιτίβισε | ||
| γ' ενικ. | τιτίβισε | θα τιτιβίσει | να τιτιβίσει | |||
| α' πληθ. | τιτιβίσαμε | θα τιτιβίσουμε | να τιτιβίσουμε | |||
| β' πληθ. | τιτιβίσατε | θα τιτιβίσετε | να τιτιβίσετε | τιτιβίστε | ||
| γ' πληθ. | τιτίβισαν τιτιβίσαν(ε) |
θα τιτιβίσουν(ε) | να τιτιβίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω τιτιβίσει | είχα τιτιβίσει | θα έχω τιτιβίσει | να έχω τιτιβίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις τιτιβίσει | είχες τιτιβίσει | θα έχεις τιτιβίσει | να έχεις τιτιβίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει τιτιβίσει | είχε τιτιβίσει | θα έχει τιτιβίσει | να έχει τιτιβίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε τιτιβίσει | είχαμε τιτιβίσει | θα έχουμε τιτιβίσει | να έχουμε τιτιβίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε τιτιβίσει | είχατε τιτιβίσει | θα έχετε τιτιβίσει | να έχετε τιτιβίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν τιτιβίσει | είχαν τιτιβίσει | θα έχουν τιτιβίσει | να έχουν τιτιβίσει |
| |
Αναφορές
- τιτιβίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.