λακκίσκος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λακκίσκος οι λακκίσκοι
      γενική του λακκίσκου των λακκίσκων
    αιτιατική τον λακκίσκο τους λακκίσκους
     κλητική λακκίσκε λακκίσκοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λακκίσκος < λάκκ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -ίσκος (μαρτυρείται από το 1766)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /laˈci.skos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λακκίσκος

Ουσιαστικό

λακκίσκος αρσενικό

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 19811994, έκδοση: 2013.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.