λαθρεμπορικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λαθρεμπορικός η λαθρεμπορική το λαθρεμπορικό
      γενική του λαθρεμπορικού της λαθρεμπορικής του λαθρεμπορικού
    αιτιατική τον λαθρεμπορικό τη λαθρεμπορική το λαθρεμπορικό
     κλητική λαθρεμπορικέ λαθρεμπορική λαθρεμπορικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λαθρεμπορικοί οι λαθρεμπορικές τα λαθρεμπορικά
      γενική των λαθρεμπορικών των λαθρεμπορικών των λαθρεμπορικών
    αιτιατική τους λαθρεμπορικούς τις λαθρεμπορικές τα λαθρεμπορικά
     κλητική λαθρεμπορικοί λαθρεμπορικές λαθρεμπορικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

λαθρεμπορικός < λαθρέμπορος

Επίθετο

λαθρεμπορικός -ή -ό

λαθρεμπορικό σκάφος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.