λαθρεμπορία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λαθρεμπορία οι λαθρεμπορίες
      γενική της λαθρεμπορίας των λαθρεμποριών
    αιτιατική τη λαθρεμπορία τις λαθρεμπορίες
     κλητική λαθρεμπορία λαθρεμπορίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λαθρεμπορία < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

λαθρεμπορία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.