λαθρέμπορας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | λαθρέμπορας | οι | λαθρέμπορες |
| γενική | του | λαθρέμπορα | των | λαθρέμπορων |
| αιτιατική | τον | λαθρέμπορα | τους | λαθρέμπορες |
| κλητική | λαθρέμπορα | λαθρέμπορες | ||
| Η γενική πληθυντικού είναι δύσχρηστη. Συγκρίνετε την κλίση του λαθρέμπορος. | ||||
| Κατηγορία όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /laˈθɾem.bo.ɾas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λα‐θρέ‐μπο‐ρας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.