λαγόνιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | λαγόνιος | η | λαγόνια | το | λαγόνιο |
| γενική | του | λαγόνιου | της | λαγόνιας | του | λαγόνιου |
| αιτιατική | τον | λαγόνιο | τη | λαγόνια | το | λαγόνιο |
| κλητική | λαγόνιε | λαγόνια | λαγόνιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | λαγόνιοι | οι | λαγόνιες | τα | λαγόνια |
| γενική | των | λαγόνιων | των | λαγόνιων | των | λαγόνιων |
| αιτιατική | τους | λαγόνιους | τις | λαγόνιες | τα | λαγόνια |
| κλητική | λαγόνιοι | λαγόνιες | λαγόνια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||

Με τους αριθμούς 1 και 4 τα δύο λαγόνια οστά της λεκάνης
Μεταφράσεις
λαγόνιος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.