Λάχεσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Πτώση | Ενικός | ||
|---|---|---|---|
| Ονομαστική | Λάχεσις | ||
| Γενική | Λαχέσεως | ||
| Δοτική | Λαχέσει | ||
| Αιτιατική | Λάχεσιν | ||
| Κλητική | Λάχεσι | ||
Κύριο όνομα
Λάχεσις θηλυκό
- γυναικείο όνομα
- (ελληνική μυθολογία) μία από τις τρεις Μοίρες στην Ελληνική Μυθολογία, αλληγορική θεότητα που όριζε τους κλήρους (λάχους) της ζωής εκάστου θνητού (και κατά σύγχρονη λαϊκή αντίληψη το "λάδι της ζωής")
-
Λάχεση στη Βικιπαίδεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.