λάχος
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
- λάχος < θέμα λαχ- (ἔ-λαχ-ον, αόριστος του λαγχάνω) + κατάληξη -ος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
λάχος [ᾰ], -εος/-ους ουδέτερο
- αυτό που έχει προοριστεί για κάποιον, ο κλήρος, η μοίρα
- μερίδιο που ορίζεται με κλήρο
- ※ τῶν αἰχμαλώτων χρημάτων λάχος μέγα
- απ' τα λάφυρα των αιχμαλώτων πλούσια μερίδα [έχω] [μιλά η Αθηνά]
- Αἰσύχλος, Εὐμενίδες, Επεισόδιο 3ο, στίχος 400 @greek&x8209;language.gr
- ※ τῶν αἰχμαλώτων χρημάτων λάχος μέγα
- αξίωμα, το έργο που έχει οριστεί σε κάποιον να εκτελέσει
Πηγές
- λάχος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- λάχος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.